συμπαράσταση

συμπαράσταση
[-ις (-εως)] η поддержка, помощь; солидарность

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "συμπαράσταση" в других словарях:

  • συμπαράσταση — η παροχή βοήθειας, υποστήριξη: Ζήτησαν τη συμπαράσταση των κομμάτων στον απεργιακό τους αγώνα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • συμπαράσταση — η, Ν παροχή βοήθειας, υποστήριξη, εκδήλωση συμπάθειας, εμψύχωση. [ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαρίσταμαι «συμπαραστέκομαι». Η λ., στον λόγιο τ. συμπαράστασις, μαρτυρείται από το 1893 στην εφημερίδα Ακρόπολις) …   Dictionary of Greek

  • συμπαραστάσῃ — συμπαραστά̱σῃ , συμπαρίστημι place by one s side together aor part act fem dat sg (attic epic ionic) συμπαραστά̱σῃ , συμπαρίστημι place by one s side together aor subj mid 2nd sg (doric) συμπαραστά̱σῃ , συμπαρίστημι place by one s side together… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δικαστική συμπαράσταση — Ο περιορισμός που επιβάλλεται με δικαστική απόφαση στη διενέργεια δικαιοπραξιών από το άτομο. Με τη στερητική δ.σ. (πλήρη ή μερική) το άτομο κηρύσσεται ανίκανο για όλες ή μερικές δικαιοπραξίες. Με την επικουρική δ.σ. (πλήρη ή μερική) το άτομο… …   Dictionary of Greek

  • δικαιοπραξία — Κάθε εκδήλωση της ιδιωτικής βούλησης για την επίτευξη ενός σκοπού, o οποίος προστατεύεται από το δίκαιο. Η δ. διακρίνεται από τη νομική πράξη επειδή σε αυτή λαμβάνεται υπόψη όχι μόνο η θέληση για την πράξη αλλά και η επιδίωξη του πρακτικού σκοπού …   Dictionary of Greek

  • ικανότητα — Ψυχοσωματικό χαρακτηριστικό που αποκτάται με άσκηση, η οποία επιτρέπει ή διευκολύνει την ανάπτυξη ορισμένων δραστηριοτήτων. Η ι. μπορεί, επομένως, να θεωρηθεί ως καρπός της πράξης της αγωγής που θεμελιώνεται στις έμφυτες ιδιότητες του ατόμου και… …   Dictionary of Greek

  • Καποδίστριας, Ιωάννης — (Κέρκυρα 1776 – Ναύπλιο 1831). O πρώτος κυβερνήτης του νεοελληνικού κράτους (1828−31). H οικογένειά του, που καταγόταν από τη δαλματική πόλη Κάπο ντ’ Ίστρια και τα μέλη της είχαν πάρει τον τίτλο του κόμη (τον οποίο αναγνώρισαν αργότερα και οι… …   Dictionary of Greek

  • παιδικό θέατρο — Όλες οι μορφές του θεάματος (θέατρο, κινηματογράφος, τηλεόραση, τσίρκο κ.ά.) συνδέονται στενά με το παιδί, διότι συγκαταλέγονται στη ζωτικότερη κατηγορία για τα παιδιά, το παιχνίδι. Αν αρχίσουμε από το αρχαιότερο θέαμα του κόσμου, το θέατρο,… …   Dictionary of Greek

  • Πίτ — (Pitt). Επώνυμο 2 Άγγλων πολιτικών. 1. Γουίλιαμ (Γουεστμίνστερ 1708 – Χέιζ, Κεντ 1778). Στα 40 χρόνια της πολιτικής του δράσης, που συνοδευόταν από τη θερμή και πολλές φορές ενθουσιώδη λαϊκή συμπαράσταση, η Μεγάλη Βρετανία αναπτύχθηκε σε μεγάλη… …   Dictionary of Greek

  • Στρατήγιος — Άγιος της Αν. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο, μαζί με το στρατιώτη Ευτυχιανό. Η μνήμη του τιμάται τη 19η Αυγούστου. * * * και δωρ. τ. Στρατάγιος, ὁ, Α [στρατηγός] (στη Ρόδο) επίκληση τού θεού Απόλλωνος για τη συμπαράσταση σε… …   Dictionary of Greek

  • Χίος — Νησί (841,58 τ. χλμ., 52.184 κάτ.) του Αιγαίου, που εκτείνεται παράλληλα προς τη μικρασιατική ακτή, στη χερσόνησο της Ερυθραίας, από την οποία χωρίζεται με δίαυλο πλάτους 7 χλμ. Πρωτεύουσα του νησιού είναι η ομώνυμη πόλη, η X. ή Χώρα όπως την… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»